Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(διὰ τῶν ἐξόδων

  • 1 δι-άγω

    δι-άγω (s. ἄγω), 1) hindurch-, hinüberführen; Od. 20, 187 πορϑμῆες δ' ἄρα τούς γε διήγαγον; τὴν στρατιάν Thuc. 4, 78; Xen. An. 2, 4, 20 u. ösrr; διὰ τῶν ἐξόδων Plat. Tim. 79 a; dah. αἰῶνα H. h. 19, 7, wie Plat. Legg. III, 701 c, hinbringen, verleben; βίον, Ar. Nubb. 462; Plat. Phaedr. 256 b; Menex. 248 b u. öfter; Dem. 59, 30 u. Sp.; τὰ ἔτη, Xen. Cyr. 1, 2, 13; oft auch absolut, sein Leben hinbringen, leben; mit adv., πρεπόντως, Plat. Legg. II, 657 d; ὡς ἤδιστα, Crit. 43 b; ἀϑυμοτέρως, Isocr. 4, 116; σωφρόνως, Xen. Cyr. 1, 2, 8; σιωπῇ, 1, 4, 14; ἄριστα, Mem. 4, 4, 15; dah. εὖ διάγειν, als Gruß, wie χαίρειν, Epicur.; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, im Studium der Philosophie, Plat. Phaedr. 259 d; ἐν τοῖς σκευοφόροις, als Packträger, Xen. Cyr. 7, 149; sich aufhalten, ἐν προαστείῳ Hdn. 1, 12; zögern, Thuc. 1, 90, wie τὸν χρόνον διάγειν, Plut. Timol. 10; am häufigsten mit partic., wo es = διατελέω einen fortwährenden Zustand bezeichnet, ἐξετάζοντα δ., Plat. Apol. 41 b; οἷς λέγω παίζων διάξει Phaedr. 276 d; μαχόμενος διάγειν τὸν βίον, Rep. IX, 579 d; ἐλπίδας λέγων διῆγε, er machte ihnen fortwährend Hoffnungen, Xen. An. 1, 2, 11; vgl. Cyr. 5, 4, 35, u. öfter. – 2) durchführen, vollenden, κάλλιστα πάντα Plat. Polit. 273 c; dah. regieren, verwalten, πόλεις, Isocr. 3, 41; τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν, Pol. 5, 34, 3; a. Sp.; auch ἑορτήν, = ἄγειν, Ath. VIII, 353 f. – 3) durchbringen, erhalten, τραγήμασι καὶ λαχάνοις τὸν στρατόν Philostr.; auch = die Zeit vertreiben, ergötzen, Luc. Phalar. pr. 3 u. a. Sp.; hinhalten, τέτταρσιν όβολοῖς ὥσπερ ἀσϑενοῦντα τὸν δῆμον διάγουσιν Dem. prooem. 53 extr.; so erkl. man auch Dem. 18, 89, ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν βίον ἀφϑονωτέροις καὶ εὐωνοτέροις διήγαγεν ἡμᾶς; vgl. Arr. An. 4, 18, 8. – 4) Sp. auch = auseinanderführen.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δι-άγω

  • 2 διαγω

         διάγω
         δι-άγω
        1) перевозить, переправлять
        

    (τινάς Hom.; στρατιάν Thuc.; ἄρτους ἐπὴ σχεδίαις Xen.)

        2) переводить, переносить
        3) проводить, чертить
        4) медлить, откладывать, тянуть, затягивать
        

    (τὸν χρόνον Plut. - ср. 5)

        διῆγε καὴ προυφασίζετο Thuc.под разными предлогами он затягивал дело

        5) ( о времени) проводить
        

    (αἰῶνα HH., Plat.; βίον Arph., Plat.; τὸν χρόνον - ср. 4; πέντε καὴ εἴκοσιν ἔτη ὧδε Xen.; τὸ θέρος ἐν Σινοέσσῃ Plut.)

        6) проводить жизнь, жить
        

    (τοιούτῳ τρόπῳ Her.; ἄριστα Xen.; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ Plat.; ἐν τῷ ὑγρῷ Arst.; ἐν οἴνῳ Plut.)

        διάγουσι μανθάνοντές τι Xen.они проводят время в изучении чего-л.

        7) вести, направлять
        δ. τὰ κατὰ τέν ἀρχην Polyb.управлять государством

        8) поддерживать, сохранять
        δ. τινὰ ἐν πᾶσι τοῖς κατὰ βίον ἀφθονωτέροις Dem.обеспечивать кому-л. все средства к жизни

        9) продолжать
        

    δ. σιώπη Xen. — хранить молчание:

        ἐλπίδας λέγων διῆγε Xen. — он не переставал обнадеживать;
        ἐπιμελόμενος ὧν δεῖ διάξω Xen. — я буду продолжать заботиться о том, что необходимо

        10) развлекать, увеселять
        

    (τὸν δῆμόν τινι Dem., Luc.)

    Древнегреческо-русский словарь > διαγω

  • 3 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

См. также в других словарях:

  • κοσμήτης — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …   Dictionary of Greek

  • κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …   Dictionary of Greek

  • σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»